Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

ΙΔΙΩΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΙΔΙΩΜΑΤΙΣΜΟΙ  ΤΗΣ  ΤΟΠΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Αγκωνή: Η γωνιά του τζακιού, η θαλπωρή. «Στην αγκωνή μ' θεραπεύ­ομαι».
Αλάνταβος: Ο βιαστικός, ο απρόσεχτος. «Αυτός είναι αλάνταβος στη δου­λειά».
Αλαφιάζω: Ανησυχώ, υποψιάζομαι. «Καθώς περπατούσε το ζώο αλαφιά­στηκε».
Αλισβερίσι: Σχέση, συναλλαγή, δανεισμός. «Έχουμε πάρε δώσε».
Απαγαδα: Ο ήρεμος, ο αγαθός, ο αθόρυβος, ο πράος άνθρωπος.
Αποκοτιά: Η τόλμη, το θάρρος, η παλικαριά.
Αποκούμπι: Το στήριγμα, η απαντοχή. «Τον έχω για αποκούμπι των γηρα­τειών».
Αργάζω: Ό,τι γίνεται σιγά - σιγά. «Αργάζω στη στάχτη την ίσκα».
Αρποκολλιέμαι: Πιάνομαι από κάπου, κρεμιέμαι από κάποιο κλαδί.
Αστρέχα-στρεχιάζω: Το μέρος που μας προστατεύει από τη βροχή.
Αχμάκης: Ο άβουλος, ο μη υπολογίσιμος.
Βάζουν τα κοπάδια: Ο ήχος των κουδουνιών του κοπαδιού.
Βάζουν τα μελίσσια: Η βουή και η κίνηση του μελισσιού όταν γονεύει.
Βάζουν τα ρέματα: Βουίζουν από τις κατεβασιές των νερών τα ρέματα.
Βαΐζω:Γέρνω από το φορτίο. «Βάισε η μεριά του ζώου».
Βαρυγκόμηση: Η δυσανασχέτηση, η όχι καλή συμπεριφορά, η απροθυμία.
Γιέβομαι: Βασανίζομαι, κουράζομαι. «Μέ 'γιεψε μέχρι να τα καταφέρω».
Γκ'σουμανάω: Ανασαίνω βαριά από την κούραση, υποφέρω.
Γκαβώνομαι: Χάνω το φως μου. «Αυτός γκαβώθηκε κι απ' τα δύο μάτια».
Γκαρδιώνω: Παίρνω θάρρος, αναθαρρώ. «Φίλος γκαρδιακός».
Γούρμος: Ο ώριμος, ο γινωμένος καρπός.
Γρούμπα: Η καμπούρα, ο καμπούρης, το εξόγκωμα στην πλάτη.
Δοκιέμαι: Αντιλαμβάνομαι. «Σε δοκήθηκα όταν ήρθες».
Είναι ξεκαπίστρωτος: Ο χωρίς καλές αρχές, ο ανήθικος.
Ζάρκος: Ο γυμνός, ο χωρίς προστασία.
Ζιαρίφ'κο: Το καχεκτικό, το άρρωστο, το αχαμνό.
Ζιαφέτι: Το φαγητό και γλέντι για κάποιο ευχάριστο γεγονός.
Θαραπαύομαι: Μένω ευχαριστημένος. «Θαραπαύτηκα ύπνο χθες βράδυ».
Θρασεύω: Φουντώνω, μεγαλώνω. «Θράσεψαν οι καλαμποκιές μετά το πότισμα».
Θραψερός: Ο ζωηρός και γεμάτος ζωμό βλαστός των φυτών.
Καζάντι-καζαντεύω: Το κέρδος, η προκοπή.
Καλοπίχερα: Εύκολα, χωρίς κόπο. «Δεν θα πάρει αυτό καλοπίχερα».
Καρποστάλι: Το πολύ όμορφο κορίτσι, αλλά και έγχρωμη φωτογραφία.
Καστραβέτσι: Το μικρό άγουρο πεπόνι ή αγγούρι.
Κεσάτια: Η ανασφάλεια, η αναδουλειά. «Έχουμε κεσάτια».
Κλούκι: Το παραβλάσταρο στους τρυφερούς βλαστούς
Κοδέλα: Στράτα με ανηφορικές και εναλλασσόμενες στροφές.
Κριτσιανίζω: Μασώ με τα δόντια κάτι.
Κολλαστρα=το πρωτόγαλα
Λαγγιόλι: Η δίπλα της μαλλίνας ή της φουστανέλας.
Λέσιο: Το πολύ αδύνατο. Το πτώμα. «Βρωμάει σαν το λέσιο».
Λωβιάζω: Μαγαρίζω.
Μ' έκοψε κρύος ιδρώτας: Φοβήθηκα από κάτι, ταράχτηκα.
Μαξούλι: Η παραγωγή, η καλή χρονιά για τα ζώα.
Μελέτι: Το σόι, η ράτσα. «Ξέρεις από τι μελέτι κρατάει η σκούφια του».
Μολεύω: Μολύνω, μεταδίδω κάποια αρρώστια.
Μονοκοπανιά: Μια και καλή. «Τον πήραν τα βάσανα μονοκοπανιά».
Μου πρόχει: Με βολεύει, με εξυπηρετεί.
Μουτλάκ: Οπωσδήποτε, εξάπαντος.
Μουραπάδες: Τα παραμύθια, οι ανέκδοτες ιστορίες.
Μουσκ'φός: Ο ύπουλος, ο πονηρός, ο εχθρικός .
Μπερτάχι: Το δάρσιμο με τη γκλίτσα. «Τού 'δωσα ένα καλό μπερτάχι».
Μπινάρκα: Τα δίδυμα παιδιά ή ζώα.
Μπουχαρή: Η καμινάδα του τζακιού.
Μπουχτίζω: Βαριέμαι, αποκάνω. «Μπούχτισα, δεν αντέχω άλλο».
Μπόχα: Η ανυπόφορη βρωμιά, η δυσοσμία. «Με πήρε η μπόχα».
Μπροστούρα: Η διογκωμένη και προεξέχουσα κοιλιά.
Μπροχαλίζω: Καταβρέχω με νερό, που κρατώ στο στόμα (αμπούκα).
Νταβαντούρια: Φασαρία, δυνατός θόρυβος. «Απόψε είχαμε νταβαντούρια».
Νταμαχιάρης: Ο αχόρταγος, ο ανικανοποίητος. «Αυτός είναι νταμαχιάρης σ' όλα».
Νταραβέρι: Συναλλαγή, αλληλοβοήθεια. «Μ' αυτούς έχουμε νταραβέρι».
Ντερώνομαι: Τεντώνομαι για να ξεμουδιάσω. «Αυτός ντερώθηκε».
Ντζιανός: Ο σβέρκος. «Θα σου στρίψω το ντζιανό».
Ντιριέμαι: Επιφυλάσσομαι, ντρέπομαι. «Μη ντιριέσαι, φάε, λένε στον ξένο».
Ντουχνιάζω: Σηκώνω σκόνη, καπνό. «Ντούχνιασε ο τόπος από την αντά­ρα».
Ξενάρτσωτα: Τα χωρίς πληρωμή ή επιβάρυνση είδη.
Ξερονομή: Η ξερή τροφή των ζώων. Τα ξερόχορτα.
Ξεσβελιάζομαι: Καταστρέφομαι, χάνομαι. «Αυτή η οικογένεια ξεσβελιάστηκε».
Ξεσυνερίζομαι: Συναγωνίζομαι, παίρνω στα σοβαρά κάτι, παραβγαίνω.
Ξικεύω: Αφαιρώ, λιγοστεύω. «Με ξίκεψε ο μυλωνάς στο ζύγι».
Ολοσούμπιτος: «Ολόσωμος έπεσε μέσα σε κάτι, βούλιαξε ολόκληρος».
Παθής: Ο άρρωστος, αυτός που έπαθε κάτι. «Εγώ είμαι παθής».
Παλαμοδέρνω: Κακοποιώ, πληγώνω τις πατούσες των ξυπόλητων ποδιών.
Παραπούλια: Παράρριζα, κωλοφούσια των φυτών.
Προσαμώνω: Σκεπάζω, παραχώνω, επικαλύπτω.
Προσφάι: Πρόχειρο φαγητό, κολατσιό.
Ραγολογάω: Διαλέγω τις κόκκινες ρόγες του σταφυλιού στ' αμπέλι.
Ρεκάζω-ρέκος: Φωνάζω δυνατά και άγρια. «Τον έκοψε ο ρέκος ή ρέκαξε από τον πόνο».
Ρεμπεσκές: Ο άχρηστος, ο τεμπέλης, ο ανίκανος.
Ρεντές: Δοχείο με νερό και ειδικό στραγγιστήρι το μπουτσινάρι.
Ριβώνω: Λοξεύω, αλλάζω στράτα.
Ρίπιο: Το ετοιμόρροπο, το κατεστραμμένο, το επικίνδυνο μέρος.
Σάψαλο: Το γερασμένο, το παρηκμασμένο. «Αυτός σαψάλιασε».
Σε προσήφερα: Σε κοίταξα και σε αναγνώρισα από το σόι.
Σελετάω: Κινούμαι με επιφύλαξη, περπατάω αργά και κουρασμένα.
Σιάτρα: Το εύθυμο ανέκδοτο, το ευχάριστο κουτσομπολιό.
Σμέτι: Το τελευταίο στο κοπάδι, το αδύνατο, το αχαμνό, το μικρόσω­μο.
Σουλτούκης: Ο άτσαλος, ο άκομψος, ο κακοφτιαγμένος.
Σπουλάκι: Υποχρέωση. «Στό 'χω για σπουλάκι αυτό».
Σταλικοποδιάζω: Στέκομαι όρθιος, περιμένω με αγωνία κάτι.
Στανιό: Η δυσκολία. «Με το στανιό πέρασα τη μέρα».
Στραπαλαμαμένος: Ο παραλυμένος, ο παραμορφωμένος, το σαράβαλο.
Συνταρχάω: Παρακινώ, φροντίζω. «Συνταρχάω τη φωτιά με το ξυθάλι».
Συφερεύω: Νοικοκυρεύω, τακτοποιώ ιδίως την κουζίνα. (σύφερο: το σκεύ­ος).
Σφούρλα: Στροφή γύρω από τον εαυτό, γυροβολιά.
Τενιάζω: Κουράζομαι, αποκάνω. «Τένιασα, δεν αντέχω άλλο, θα πέσω κάτω».
Το έκοψα λάσπη: Από φόβο άλλαξα δρόμο, έφυγα...
Το καλούν οι μέρες: Η επισημότητα των γιορτών
Τον έκοψε η νίλα: Υπέφερε πάρα πολύ, βασανίστηκε.
Τορός: Τα ίχνη, πατήματα. «Το ζαγάρι έπιασε τορό».
Τριερίζω:καθαρίζω το σιτάρι από τα σκύβαλλα.
Τριτσοβολάω: Οι ήχοι της φωτιάς. «Τριτσοβολάνε τα κούτσουρα στο τζάκι».
Τριψιάνα: Το τριμμένο ψωμί μέσα στο γάλα, ή άλλο ζουμερό φαγητό.
Τσαλμάκι: Επιδέξια κίνηση στο χορό, ιδιοτροπία, κόλπο και τρόπος αποφυγής.
Τσαμασείρια: Τα διάφορα κουζινικά σκεύη.
Τσιάχαλα: Τα μικρά αντικείμενα ή σκουπίδια.
Τσιλικώνω: Ενισχύω, δυναμώνω κάτι. «Τσιλικώνει ο σιδεράς τα σίδερα στ' αμόνι
Τσιρλοκοπιό: Η διάρροια, ο τόπος αποπατήματος.
Τσιρουτεύω: Ζημιώνω, αδυνατίζω, αρρωσταίνω.
Τσουρνάρα: Το σιγανό τρέξιμο του νερού της βρύσης.
Τσούχνω: Πίνω κάποιο ποτό ή βάζω φωτιά κάπου. «Αυτός τα έτσουξε».
Χαβάς: Ο ευνοϊκός ή μη καιρός. Ο κατάλληλος καιρός για σπορά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου